- πλάστιγγα
- η / πλάστιγξ, -ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Αο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάςνεοελλ.1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» — λέγεται στις περιπτώσεις που ένα άτομο ή ένα σύνολο αποκτά υπεροχή έναντι άλλου. || (μσν.-αρχ.) στον πληθ. αἱ πλάστιγγες και, κυρίως, αἱ πλήστιγγεςτεμάχια λεπτής σανίδας χρήσιμα για τη συγκράτηση σπασμένου οστού στη θέση του, οι χειρουργικοί νάρθηκεςαρχ.1. ζυγαριά2. μικρός δίσκος τον οποίο τοποθετούσαν στην κορυφή τής κοτταβικής ράβδου, και, ειδικότερα, ο μικρός δίσκος στον οποίο κάθε παίκτης έχυνε το κρασί κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού τού κοττάβου3. το όστρακο στρειδιού4. επιτραχήλιο σάγμα τών αλόγων, το περιαυχένιο5. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούσαν τα υποζύγια για να τρέξουν, το μαστίγιο6. μτφ. εκκλ. η τελική κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ιγγ- (πρβλ. στήρ-ιγξ, στρόφ-ιγξ). Η σημ. τής λ. «δίσκος τής ζυγαριάς» θα επέτρεπε πιθ. την αναγωγή της στην ΙΕ ρίζα *pelә-/plā/pl- «πιάτο, ευρύς, απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. παλάμη, πέλαγος, πλαξ κ.λπ.) Ο τ. πλάστιγξ θα μπορούσε να αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου ονόματος, πιθ. *πλαστος. Στην περίπτωση αυτή ο τ. *πλαστος θα προερχόταν είτε από *πλαθ-το- (< πλάσσω), πράγμα όμως, που θα γεννούσε σημασιολογικά προβλήματα, είτε από *πλατ-το οπότε θα έπρεπε να συνδεθεί πιθ. με το πλάτη. Η χρήση τής λ. πλάστιγξ με τη σημ. «μαστίγιο» παραμένει αινιγματική και προέρχεται πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με το ρ. πλήσσω].
Dictionary of Greek. 2013.